Καθισμένος στα υγρά πόδια μιας γέφυρας, στην όχθη του Γουαδαλκιβίρ. Στην Σεββίλη, την παντοτινή αρχόντισσα στην ηλιοκαμμένη επικράτεια ττης Ανδαλουσίας. Τσιγγάνα με φεγγαρίσιο ντέφι, μελαχρινό κορμί παλλόμενο σ' ενα παλιό αραχνούφαντο φλαμένγκο. Μια κιθάρα με ξεραμένο λαρύγγι τον κοιτάει απ' αντίκρυ όπως εκείνα τα παράδοξα μάτια που έμειναν πίσω του, στην πόλη του και στον χρόνο.
Θυμάται τα ταξίδια που περιμένουν, στην στροφή του δρόμου, ακουμπισμένα στο φανάρι. Δεν μοιάζει για τουρίστας, δεν κοιμάται σε ξενοδοχείο, είναι ένας από εκείνους που περιμένουν να 'ρθει η ώρα να βγεί στο δρόμο το ποτάμι, ο αποφασισμένος Γουαδαλκιβίρ...Εκεί στην όχθη ξημερώθηκε.
Έφτασε μέχρι εδώ, σχεδόν τυχαία...
Πάνε μερικά χρόνια, που συνάντησε σ' έναν σιδηροδρομικό σταθμό, κάπου στον κόσμο, τον Μάρκος που του άπλωσε το χέρι και τον τράβηξε πάνω στο τρένο. Στην διαδρομή μέσα σε γλυκό καπνό έμαθε την ιστορία του γέρο - Αντόνιο, λαχτάρησε να αισθανθεί εκείνον τον άνεμο που θα 'ρθει μια μέρα από τα χαμηλά. Για να σηκώσει τα πάντα...
Άφησε πίσω του σταθμούς και αποβάθρες, συνάντησε ανθρώπους, άκουσε ιστορίες, είδε κόσμους που δεν φανταζόταν ότι υπήρχαν. Ταξιδεύει στον κόσμο, πάνε καμπόσα χρόνια τώρα...
Δίπλα στις ομορφιές που αντίκρυσε, υπήρχαν κι αφηγήσεις για τους ανθρώπους που δεν πρόλαβαν να ζήσουν, τους ανθρώπους που έχασαν την αξιοπρέπεια τους για να χτιστούν αυτοκρατορίες χωρίς πρόσωπα. Για μια αυτοκρατορική οικογένεια και τους αυλικούς της...
Άκουγε, ήξερε ότι αυτοί οι άνθρωποι υπήρχαν, δεν είχε δει όμως φονικό δεν αισθάνθηκε ποτέ την καύτρα του θανάτου να περνά στο πλάι του...
Μέχρι που συνάντησε τον Κάρλο, ένα λεπτό παλληκάρι σ' ένα λιμάνι στη Μεσόγειο, βουτήξανε μέσα στον κοχλασμένο Πάδο και ήταν μαζί μέχρι την ώρα που οι σφαίρες έψαξαν κεφάλια και γίνανε κορώνες θανάτου...
Σήμερα όλοι οι άνθρωποι είναι εδώ, βγαίνουν το μεσημέρι για να γλιστρήσουν στον σάρκινο παθιασμένο Γουαδαλκιβίρ, να διεκδικήσουν την μνήμη και το όνειρο. Με τις γροθιές υψωμένες σαν τον ήλιο...
''...Ω πολιτεία των τσιγγάνων
Σημαίες στις γωνιές των δρόμων
Σβησ' τα πράσινα σου φώτα
χωροφύλακες πλακώνουν
Ω πολιτεία των τσιγγάνων
Ποιος σε ξέχασε που σ' είδε;
...Στο μέτωπο μου ας σε ψάξουν
φεγγαριού κι άμμου παιχνίδι.''*
* Απόσπασμα από τα ''Ρομάντσα της Ισπανικής χωροφυλακής'' του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.
( Μτφ. Ηλίας Ματθαίου )
Σημ.: Με αφορμή το επικείμενο ταξίδι μου στην Ισπανία και την ανάμνηση του Carlo Giulliani Ragazzo...
5 σχόλια:
Buenos Días Angelito.
Ρίξε μια ματιά εδώ...
http://www.rafaelalberti.es/
(Καλός ο Lorca, αλλά αν δεν είχε σκοτωθεί δε θα είχε ίσως γίνει ποτέ τόσο διάσημος χάρη στο έργο του και μόνο.)
Λες λοιπόν να σκοτωθώ;
Νέο παλλικαράκι κι όμορφο όπως τραγουδούσε ο Λευτέρης Καλούσης;
Ωραία τα ταξίδια, πρέπει ν'αρχίσω να οργανώνομαι σιγά σιγά και να πετάξω τα βιβλία γιατί θα μου σαλέψει.
Όρμα τσέλιγκα!
Ανχελίτο, μια μας λες Βαρκελώνη, μια Σεβίλλη! Και που δεν θα πας...
Με τις γροθιές υψωμένες σαν τον ήλιο...
Καλημέρα σύντροφε!
ΥΓ Χτες ήταν στην Αθήνα ο Νάνι Μπαλεστρίνι, ένας απ' τους μεγαλύτερους θεωρητικούς, και όχι μόνο, της εξέγερσης, άξιο τέκνο του Ιταλικού '77. Και φυσικά ελάχιστα έγινε γνωστό το γεγονός στα άξια τέκνα του Χατζηνικολατόπουλου. Περισσότερα στο indy
Καλησπέρες!
Η Σεβίλλη ήταν ένας από τους πιθανούς προορισμούς Μαίανδρε, δεν θα την επισκεφτούμε κιόλας!
Άιντε τσέλιγκα! Αφορμές για ταξίδια έχεις πολλές πάντως...
Juanita θα το τσεκάρω, gracias!
Amig0 μάθαμε όμως μέχρι και την τελευταία πνιτκότρυοα που πλυμμήρισε στο L.A.!!!
Δημοσίευση σχολίου